Είναι από τα χωριά που μόλις τα βλέπεις αισθάνεσαι ότι ταξιδεύεις σε μία άλλη διάσταση. Χτισμένο αμφιθεατρικά στη δυτική πλευρά του βουνού με θέα τον κάμπο των Εγγαρών και με τα… πόδια του να βρέχονται από τη θάλασσα του Αμμίτη, η Γαλήνη έχει κερδίσει το δικαίωμα να θεωρείται ως ένα από τα ωραιότερα μέρη του νησιού… Και να σκεφτεί κανείς ότι ξεκίνησε ως καταραμένο μέρος, καθότι χρησίμευε σαν …φυλακή την εποχή της Τουρκοκρατίας. Εξου και το όνομα Χάψη, με το οποίο ήταν γνωστό στη Νάξο, τη στιγμή που απέναντι στις Μυτριές ήταν το διοικητήριο των κατακτητών. Η επιλογή ήταν άλλωστε εύκολη. Οι Μυτριές έλεγχαν τις οδικές αρτηρίες που έρχονταν από το βόρειο μέρος του νησιού, ενώ η Χάψη ήταν απλά ένα σύνολο κτηρίων που «φιλοξενούσαν» τα κακά παιδιά.
Ρεπορτάζ: Νικόδημος Λιανός
Η απελευθέρωση έφερε και την πρώτη αλλαγή στο όνομα του χωριού. Το στερητικό Α προστίθεται στη Χάψη, σχηματίζεται η λέξη Αχαψη, ενώ ανήκει διοικητικά στον Δήμο Βίβλου (ΦΕΚ 22-18/12/1840) της επαρχίας Νάξου. Με το πέρασμα των χρόνων οι κάτοικοι δεν είναι πλέον οι …απόκληροι του νησιού, αλλά άνθρωποι που αγαπούν τον τόπο τους, λατρεύουν να εργάζονται στα χτήματά τους και να καλλιεργούν τα περιβόλια που τους δίνει έμπνευση και δύναμη για ζωή. Ο κάμπος είχε χώρο για όλους και οι …νέοι ιδιοκτήτες αποδεικνύονται πολύ καλοί μαθητές. Με τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών εκδίδεται διαταγή με την οποία όσοι κάτοικοι θεωρούν ότι το όνομα του χωριού τους δεν του αρέσει ή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αποκτούν το δικαίωμα αλλαγής. Μάλιστα, δίνουν το δικαίωμα επιλογής ανάμεσα σε τρία προτεινόμενα ονόματα. Ο Στέλιος Κουτάντζης θυμάται «οι πρώτες επιλογές ήταν Ανθόκαμπος , γιατί είχαμε πολλά άνθη από τα βερίκοκα, τα κορόμηλα και τα άλλα δέντρα στον κάμπο, και το Αγιος Τρύφωνας, σαν ένας μικρός φόρος τιμής στον προστάτη Άγιο που μας είχε σώσει το καλοκαίρι του 1955, από τη μύγα της Μεσογείου η οποία τους είχε καταστρέψει τη σοδειά. Και ο τότε δάσκαλος του χωριού, Μανώλης Περιάλης πρότεινε το Γαλήνη, όνομα που έδενε περισσότερο με την ψυχοσύνθεση των κατοίκων του. Μας ταίριαζε περισσότερο».
Το Υπουργείο επέλεξε τελικά το Γαλήνη (το όνομα έχει δοθεί σε δύο ακόμη οικισμούς, έναν στη Θράκη κι έναν στη Κρήτη στο νομό Χανιών που μετατράπηκε λίγο αργότερα σε «Αγία Γαλήνη»), κάτι που μοιάζει ως γιατρικό στις ψυχές των κατοίκων που θα άφηναν πίσω τους μία και καλή τα όποια αρνητικά συναισθήματα, που γεννούσε το προηγούμενο τοπωνύμιο. Το χωριό, όμως, είχε ακόμη πολύ δρόμο για να διαβεί έως να φτάσει να είναι σήμερα ένα από τα ωραιότερα του Νησιού. Ο Γιώργος Μικές είναι ένας από τους ανθρώπους που δεν άντεξαν τις δυσκολίες και σε ηλικία 22 ετών επέλεξε το δρόμο της ξενιτειάς το 1957. «Εδώ δεν είχαμε τίποτα. Ούτε νερό. Στο ποτάμι πλέναμε τα ρούχα μας. Δεν υπήρχαν δουλειές και η πρόταση για να πάω ανθρακωρύχος στο Βέλγιο ήταν μονόδρομος». Φόρτωσε σε ένα πλοίο τις ελπίδες του μαζί με 249 άλλους Έλληνες και βρέθηκε στις Βρυξέλες όπου δούλεψε έως το 1965 στην εξόρυξη κάρβουνου δουλεύοντας επί οκτώ ώρες 2 χιλιάδες μέτρα κάτω από τη γη. «Από τη στιγμή που δεν έχεις λύσεις, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Δουλειά έστω και στα έγκατα της γης. Αλλά ήξερα ότι θα γυρίσω κάποια στιγμή πίσω. Κανείς δεν μπορεί να φύγει τελικά από τη μοίρα του». Ο συνταξιούχος σήμερα αυτοκινητιστής απολαμβάνει την ηρεμία του χωριού του. Έχει στο πλευρό του τη σύζυγό του Σοφία Σκόρδα – Μικέ (όπως τόνισε δύο φορές) η οποία πείστηκε να αφήσει όχι μόνο την Αθήνα αλλά και την ορεινή Αρκαδία για την γοητεία της Γαλήνη στη Νάξο. «Τι να έκανα στα βουνά εκεί. Δεν είχε τίποτα. Εδώ εκμεταλλευτήκαμε τις δυνατότητες της καλοκαιρινής εργασίας και τώρα θεωρώ ότι είμαστε όμορφα». Για το ζεύγος Μικέ, η Αθήνα είναι ανάμνηση παλιά μετά από 21 χρόνια «κάθε φορά που πηγαίνουμε εκεί, το μόνο που σκεφτόμαστε είναι πως θα γυρίσουμε πίσω. Εδώ είναι το δικό μας Παρίσι, ο δικός μας παράδεισος. Έχουμε ότι χρειαστούμε. Ναι υπάρχουν δυσκολίες καθώς δεν υπάρχει ένα σούπερ μάρκετ αλλά δεν παραπονιόμαστε. Η απόσταση με τη Χώρα δεν είναι μεγάλη και μπορούμε να καλύψουμε όποια ανάγκη χρειαστούμε»
Λίγο πιο δίπλα, η Παρασκευή Κρητικού – Γκούφα. Επέστρεψε στο χωριό της μετά από 35 χρόνια και τα δύο τελευταία χρόνια διατηρεί οινομαγειρείο το κέντρο του χωριού. Επέστρεψε χάρη στο τελευταίο δώρο του θείου του πατέρα της, μία παλιά αποθήκη τυριών, την οποία μετέτρεψε σε ένα πανέμορφο κατάστημα βάζοντας την προσωπική της σφραγίδα και αρπάζοντας την ευκαιρία να αναδείξει το ταλέντο της που είναι η μαγειρική «Δεν μου λείπει η χώρα. Εδώ είμαι ήρεμη, ασχολούμαι με την μαγειρική είμαι πίσω στις ρίζες μου και δεν έχω κανένα λόγο να μετανιώ-σω. Ότι χρειάζομαι πλέον το έχω εδώ και είμαι απόλυτα ευχαριστημένη από την επιλογή μου».
Αυτή είναι η ρομαντική πλευρά, υπάρχει όμως και η άλλη, αυτή των νέων ανθρώπων, που νιώθουν ότι τα προβλήματα δεν έχουν τέλος. Και πώς να έχουν άλλωστε. Πριν από έναν χρόνο, η Γαλήνη γίνεται γνωστή στο πανελλήνιο για το ατύχημα μαθητή σχολείου γυμνασίου που χτύπησε στη διάρκεια εκδρομής από τη Νάξο. Η καθημερινότητα όπως κι εάν έχει σκοτώνει. Ο Θανάσης Κουτάντζης θυμώνει κάθε φορά που βλέπει το λεωφορείο (το χειμώνα το ΚΤΕΛ κάνει χρέη σχολικού) να αφήνει το παιδί του περίπου 500 μέτρα μακριά από τη πλατεία του χωριού. Θα ήθελε να υπάρχει εκείνη η μορφή πίεσης που δεν θα βάζει το παιδί του ή τα υπόλοιπα παιδιά σε κίνδυνο διάβασης του κεντρικού δρόμου απλά και μόνο ο οδηγός λεωφόρου για να γλυτώσει μερικές εκατοντάδες μέτρα επιλέγει αυτή τη λύση. Όπως άλλωστε και το γεγονός ότι η Γαλήνη έχει γίνει η εύκολη λύση για όλα τα δεινά του Δήμου Νάξου: τα σφαγεία, ο ΧΑΔΑ και το νέο νεκροταφείο είναι στα όρια του χωριού. Χωρίς περιβαλλοντολογικές μελέτες όλα χτίστηκαν σε ένα βράδυ και πλέον οι κάτοικοι του χωριού προβάλουν το στήθος τους ζητώντας σεβασμό όχι μόνο για τους ίδιους αλλά και για το περιβάλλον. Για τη φύση που βιάζεται καθημερινά από ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρει τίποτα περισσότερο από την τσέπη τους. Η περιοχή δεν έχει τα χώματα εκείνα που θα φιλοξενήσουν είτε νεκροταφείο, είτε σκουπίδια ακόμη και στην πιο εξελιγμένη μορφή ανακύκλωσης. Έχουν φτάσει έως το συμβούλιο Επικρατείας και ελπίζουν ότι κάτι θα αλλάξει. Μαθημένοι να πολεμούν καθημερινά βιώνουν το γεγονός ότι ο κάμπος έχει νερό, οι ίδιοι απέκτησαν μόλις το 1961, αλλά πλέον πληρώνουν το νερό (!) ώστε να καλλιεργούν τα περιβόλια τους. Εκνευρίζονται γιατί ο βιολογικός καθαρισμός λειτουργεί μόνο την καλοκαιρινή περίοδο και το υπόλοιπο διάστημα υπολειτουργεί με αποτέλεσμα ουσιαστικά να μολύνει τον υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής και τα πηγάδια να αλμυρίζουν…
Όμως, δεν το βάζουν κάτω. Μπορεί να ακούγεται ειρω-νικό αλλά το χωριό που κά-ποτε λειτουργούσε ως φυ-λακή τώρα έχει αναλάβει το ρόλο του θεματοφύλακα του κάμπου για τον οποίο ο Κα-ζαντζάκης τον χαρακτήρισε ως «επίγειο Παράδεισο». Και με το πάθος που έχουν δεν αποκλείεται στο τέλος να τα καταφέρουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου